Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

παράτα με

  • 1 покой

    покой м η ανάπαυση, η ησυχία; ему нужен \покой χρειάζεται ησυχία ◇ оставь меня в \покойе παράτα με
    * * *
    м
    η ανάπαυση, η ησυχία

    ему́ ну́жен поко́й — χρειάζεται ησυχία

    ••

    оста́вь меня́ в поко́е — παράτα με

    Русско-греческий словарь > покой

  • 2 ну

    ну 1
    επιφ.
    1. (προκλητικό ή προτρεπτικό)• έλα, εμπρός, άιντε, άιντε ντε, (έλα) λοιπόν•

    ну не бойся έλα, έλα μη φοβάσαι•

    ну и что? λοιπόν και τι (μ αυτό);•

    ну так что же? ε, καλά και τι;•

    ну, а теперь λοιπόν, και τώρα;•

    ну, скорей λοιπόν, γρηγορότερα, γρήγορα-γρήγορα•

    ну, перестань λοιπόν, σταμάτα•

    ну, говори, что ты молчишь λοιπόν, λέγε, τι σιωπάς•

    ну, что дальше? λοιπόν, παρακάτω τι έγινε;

    2. άφησε με (μας), άσε με (μας), παράτα με (μας), ξεφορτώσου με (μας)• άπαγε•

    слышишь, что я говорю? – ну, тебя, слышу! ακούς τι λέω; – άσε με και συ, ακούω!•

    да ну его! (περιφρ.) ας τον απ εκεί! παράτα τον! και δεν τον παρατάς!

    || έξω απ εδώ, μακριά απ εδώ• δε μου χρειάζεται•

    я не ем чесноки... ну их! δεν τρώγω σκόρδα... μακριά απ εδώ!

    3. (εκφράζει θαυμασμό, αγαλλίαση, αγανάκτηση, ειρωνία)• τι, για ιδές, πω-πώ, ε!•

    ну и погода! τι καιρός! για δες καιρό που κάνει!•

    ну и виноград! τι σταφύλια! σταφύλια να δουν τα μάτια σου!

    ну 2
    (μόριο)
    1. ερωτ. (για αμφιβολία, θαυμασμό κ.τ.τ.) άραγε; τι λες; αλήθεια; είναι δυνατόν;•

    я сегодня уезжаю. – ну?! ή да ну?! – σήμερα αναχωρώ. – Αλήθεια (ναι);

    2. (και) αν, εάν•

    а ну как кто-нибудь нас увидит? και αν κάποιος μας δει;

    3. επιτακτ. ε, και, λοιπόν•

    ну, вот о чём мечтает και να τι ονειρεύεται•

    ну, не стыдно ли вам? και δεν ντρέπεστε;

    ну, вот ещё λοιπόν, να ακόμα, νάτα μας λοιπόν•

    ну конечно και βέβαια•

    ну нет όχι δεν•

    ну хорошо λοιπόν καλά•

    ну что? не видешь, что он больной? ε, τι (λοιπόν τι); δε βλέπεις που είναι άρρωστος;•

    ну, а... αλλ όμως...

    4. σύνδ. συμπερασ. λοιπόν, ώστε, επομένως...•

    ну это его дело... λοιπόν, είναι δική του υπόθεση.

    || κι έτσι τελικά.
    5. (απλ.) ας πούμε, ας υποθέσομε, ας παραδεχτούμε•

    ты говорил? ну говорил εσύ έλεγες; ну Ας πούμε έλεγα.

    εκφρ.
    ну-с! – (ε) λοιπόν!•
    ну, ну не буду – καλά, καλά δεν το ξανακάνω•
    ну и ну! ή ай да ну! – πω-πω!

    Большой русско-греческий словарь > ну

  • 3 перекармливание

    το παρατά(γ)ισμα, η υπερθρεψία.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перекармливание

  • 4 перекорм

    το παρατά(γ)ισμα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перекорм

  • 5 ну

    ну
    межд и частица разг
    1. (при побуждении) ἄντε, ἐμπρός:
    ну, скорей! ἄντε πιό γρήγορα· ну, ну, не бойся! ἔλα μή φοβάσαι· ну́-ка! γιά νά δοῦμε, ἄντε λοιπόν
    2. (для выражения связи с предшествующим):
    ну, так что же? κι ἐπειτα;· ну, а теперь καί τώρα· ну как? λοιπόν;·
    3. (для выражения удивления, негодования и т. п.) τί:
    ну́ и погода! τί καιρός, τί παληόκαιρος!· да ну? τί λέτε;...· ну, не стыдно ли вам? καί δέν ντρέπεστε;·
    4. (для выражения согласия, уступки) ε, φυσικά:
    ну, разумеется, мы пойдем φυσικά, ἐννοείται, (οτι) θά πᾶμε· ну, хорошо λοιπόν ἐν τάξει· ну, ну, не бу́ду καλά, μήν φοβάσαι, καλά δέν θά τό ξανακάνω·
    5. (в смысле „начать· перед гл.):
    а он ну кричать καί σάν βάζει τίς φωνές·
    6. безл груб.:
    ну тебя! ἄφησέ με ήσυχο!· а ну его! δέν τόν παρατάς!, παράτα τον!· ◊ ну вот... (в повествовании) λοιπόν πού λες...

    Русско-новогреческий словарь > ну

  • 6 оставить

    оставить
    сов, оставлять несов
    1. ἀφήνω:
    \оставить книгу до́ма ἀφήνω τό βιβλίο στό σπίτι· \оставить вопрос нерешенным ἀφήνω τό ζήτημα ἄλυτο· \оставить в стороне ἀφήνω κατά μέρος, ἀφήνω στήν μπάντα· \оставить в недоумении ἀφήνω σέ ἀμηχανία· \оставить в покое ἀφήνω ήσυχο·
    2. (покидать, бросать) ἀφήνω, ἐγκαταλείπω:
    \оставить в беде ἐγκαταλείπω στή δυστυχία·
    3. (отказываться) ἐγκαταλείπω:
    \оставить всякую надежду ἐγκαταλείπω κάθε ἐλπίδα·
    4. (сохранять, удерживать) ἐπιφυλάττω, φυλάσσω, διατηρώ:
    \оставить за собой право ἐπιφυλάσσομαι, ἐπιφυλάσσω είς ἐμαυτόν τό δικαίωμα· ◊ \оставить на второй год (в школе) ἀφήνω στήν ίδια τάξη· \оставить кого-л. позади́ ἀφήνω πίσω, προσπερνώ· \оставить впечатление ἀφήνω τήν ἐντύπωση· \оставить память ἀφήνω ἀνάμνηση· \оставить без внимания δέν δίνω προσοχή, παραμελώ· \оставить без последствий δέν δίνω συνέχεια, ἀφήνω χωρίς ἐπακόλουθα· \оставить кого-л. в дураках κοροϊδεύω (или γελώ, ἐξαπατώ) κάποιον не оставить камня на камне δέν ἀφήνω λίθον ἐπί λίθου· Зто оставляет желать (много) лучшего αὐτό ἔχει ἀκόμα πολ-λες ἐλλείψεις· позвольте мне вас оставить ἐπιτρέψατε μου νά σᾶς ἀφήσω· оставь! ἄστο!, ἄφησέ το!, παράτα το!· оставим §то! ἀς τ' ἀφήσουμε αὐτό!, ἄς ἀλλἀ-, ξουμε θέμα!

    Русско-новогреческий словарь > оставить

  • 7 отвязаться

    отвязать||ся
    1. λύομαι, λύνομαι·
    2. (отделываться) разг ἀπαλλάσσομαι/ ἀφήνω ήσυχο, ξεφορτώνομαι (отставать от кого-л.):

    Русско-новогреческий словарь > отвязаться

  • 8 отставать

    отстава||ть
    несов
    1. прям.,перен (оставаться позади) μένω πίσω, καθυστερώ, ὑστερώ:
    не \отставатьть от кого-л. прям., перен μένω πίσω, καθυστερώ· \отставатьть от поезда χάνω τό τραίνο· \отставатьть в выполнении пла́на καθυστερώ στήν ἐκπλήρωση τοῦ πλάνου·
    2. перен καθυστερώ, εἶμαι καθυστερημένος:
    \отставатьть в учебе εἶμαι καθυστερημένος στά μαθήματα· \отставатьть в развитии εἶμαι καθυστερημένος στήν ἀνάπτυξη μου· \отставатьть от жизни μένω πίσω ἀπό τήν ζωή·
    3. (отделяться, отваливаться) ἀποκολλῶμαι, ἀποσπῶμαι, ξεκολ-νῶ:
    обои отстают ὁ£ ταπετσαρίες ξεκολ-λοῦν
    4. (о часах) πηγαίνω πίσω·
    5. (отвыкать) уст. ξεσυνηθίζω, ἐγκαταλείπω:
    \отставатьть от привычек ξεσυνηθίζω, κόβω τίς συνήθειες μου·
    6. (переставать надоедать) разг ἀφήνω· ήσυχο, παρατῶ:

    Русско-новогреческий словарь > отставать

  • 9 парад

    парад
    λ ι, ἡ παρέλαση [-ις] / ἡ παράτα (тж. воен.)· физкультурный \парад ἡ ἀθλητική παρέλα-η.
    2. перен:
    быть в полном параде εἶμαι μέ τή μεγάλη στολή.

    Русско-новогреческий словарь > парад

  • 10 убой

    убой
    м (скота) ἡ σφαγή, τό σφάξιμο· ◊ кормить как на \убой παρατα(γ)ίζω, παχαίνω κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > убой

  • 11 отстать

    -стану, -станешь, προστκ. отстань ρ.σ.
    1. μένω πίσω• βραδύνω, αργοπορώ, καθυστερώ. || δε προκάνω, δεν προφτάνω•

    отстать от поезда δεν προκάνω το τρένο.

    2. μένω τελευταίος. || μτφ. υστερώ•

    этот ученик очень -ал αυτός ο μαθητής έμεινε πολύ πίσω (στα μαθήματα)•

    отстать в развитии υστερώ στην ανάπτυξη•

    отстать от жизни μένω πίσω από τη ζωή.

    || πηγαίνω (μένω)•

    часы -ли το ρολάγι έμεινε πίσω.

    3. αποσπώμαι• ξεκολλώ πέφτω•

    штукатура -ла ο σοβάς έπεσε•

    кора -ла от ствола η φλούδα βγήκε από τον κορμό.

    || καθαρίζω•

    пятно -ло ο λεκές καθάρισε (βγήκε).

    4. ξεκόβω, αποχωρώ, κόβω σχέσεις, λύω τους δεσμούς•

    отстать от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους.

    5. παρατώ, αφήνω, εγκαταλείπω• παύω να ασχολούμαι, να ενδιαφέρομαι. || ξεσυνηθίζω.
    6. παύω να ενοχλώ, αφήνω ήσυχο• παρατώ•

    отстинь от шеяа παράτα μας, άσε με ήσυχο, ξεφόρτωσε με.

    Большой русско-греческий словарь > отстать

  • 12 очуметь

    -ею, -ешь
    ρ.σ. (απλ.) παλαβώνω, αποβλακώνομαι, ξεμωραίνομαι•

    мой друг, брось е, не видишь, что она -ла? φίλε μου, παράτα την, δε βλέπεις ότι αυτή παλάβωσε;

    Большой русско-греческий словарь > очуметь

  • 13 парад

    α.
    1. παρέλαση, παράτα•

    первомайский парад πρωτομαγιάτικη παρέλαση•

    физкультурный парад αθλιτική παρέλαση.

    2. γιορτασμός πανηγυρισμός.
    εκφρ.
    в полном ή во всём -е – γιορταστικά ντυμένος.

    Большой русско-греческий словарь > парад

См. также в других словарях:

  • παράτα — η 1. στρατιωτική παράταξη ή παρέλαση, πομπή, πανηγυρισμός εορτής με τη συμμετοχή στρατιωτικού τμήματος 2. ειρων. θορυβώδης εμπαικτική παρέλαση για επιδοκιμασία ή συνήθως για αποδοκιμασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. parata] …   Dictionary of Greek

  • παράτα — η (λ. ιταλ.) 1. παράταξη, παρέλαση, πομπή. 2. πείραγμα, αποδοκιμασία με θόρυβο: Είχαμε κι άλλες παράτες στη συνέλευση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Despina Vandi (album) — Despina Vandi Δέσποινα Βανδή Compilation album by Despina Vandi Released 2005 Recorded 1994 2000 Genre Laïka …   Wikipedia

  • κλάνω — (I) (Μ κλάνω) 1. αφήνω πορδή, πέρδομαι 2. συμπεριφέρομαι περιφρονητικά ή υβριστικά και προσβλητικά σε κάποιον νεοελλ. 1. φρ. α) «κλάσε μας...» (σε έκφραση αγανάκτησης) παράτα μας β) «τά κλασε» ή «τήν έκλασε» φοβήθηκε γ) «κώλος που κλάνει γιατρό… …   Dictionary of Greek

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Μπομαρσέ, Πιερ Ογκιστέν Καρόν ντε- — (Pierre Augustain Caron de Beaumarchais, Παρίσι 1732 – 1799). Γάλλος κωμωδιογράφος. Στα νιάτα του ήταν ρολογάς όπως ο πατέρας του, αλλά με το ζωηρό και ευμετάβλητο πνεύμα του ανέπτυξε πολύμορφη δραστηριότητα: υπήρξε καθηγητής της άρπας των γιων… …   Dictionary of Greek

  • Σατί, Ερίκ — (Satie). Γάλλος συνθέτης (Ονφλέρ, Νορμανδία 1866 Παρίσι 1925). Αφού σπούδασε στο Κονσερβατουάρ του Παρισιού γράφτηκε σε ηλικία σαράντα ετών, στη Schola can torum, όπου σπούδασε με τους Ρουσέλ και Ντ’ Εντύ. Συγγενεύοντας με τις νέες γαλλικές… …   Dictionary of Greek

  • (α)παρατώ — άτησα, ατημένος αφήνω, ελευθερώνω: Παράτησε το κοπάδι και πήγε στη θάλασσα. – Παράτα με ήσυχο! παρατώ παράτησα, παρατήθηκα, παρατημένος 1. αφήνω, εγκαταλείπω: Παράτησε το σπίτι της κι έφυγε. 2. μέσ., φεύγω, απομακρύνομαι, αποχωρώ από τη δουλειά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ναλέτης — ο (λ. τουρκ.), θηλ. ισσα ουδ. ικο ο δύστροπος, ο κακότροπος, ο ανάποδος, αλλ. τζαναμπέτης, στραβόξυλο: Παράτα τον, είναι ναλέτης αυτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»